Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

μας βρήκε μεγάλο

  • 1 κακό

    [ν] τό
    1) зло;

    θέλω το κακόжелать зла (кому-л.);

    κάνω κακό — причинять зло;

    χρησιμοποιώ γιά το κακό — употреблять во зло;

    2) убыток, ущерб, вред;

    κακό δεν κάνει — вреда не будет;

    3) беда, несчастье;

    μας βρήκε μεγάλο κακό — нас постигла большая беда;

    έγινε μεγάλο κακ — приключилась большая беда, случилось большое несчастье;

    4) злоба, злость; досада;

    σκάζω από το κακό μου — лопаться от злости;

    απ' το κακό μου — с досады;

    με το κακό — со злостью, враждебно; — строго; — грубо;

    του μίλησα με το κακό — я строго с ним поговорил;

    όχι με το κακ, αλλά με το καλό — по-хорошему, добром, а не враждебно (поговорить, обойтись);

    5):

    καί κακό — очень много;

    κόσμος και κακό — очень много народу;

    σταφύλια και κακό — очень много винограда;

    § η ρίζα τού κακού — корень зла;

    βάζω κακό στο ( — или με τό) νού μου — подозревать недоброе, иметь плохое предчувствие;

    τόχω ( — или τώχω) σε κακό — это не к добру;

    του κάκου — или του κακού — напрасно, тщетно;

    σε βρήκε ( — или σοΰρθε) ένα κακό περίμενε κι' άλλο — погов, пришла беда — отворяй ворота

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κακό

  • 2 βρίσκω

    (αόρ. (ε)βρήκα, υποτ. να βρω, παθ. αορ. (ε)βρέθηκα) ματ.
    1) прям., перен. находить, отыскивать; обнаруживать; обретать (книжн.);

    βρίσκ τό χαμένο — находить потерянное;

    βρίσκω σωστή λύση — находить правильное решение;

    βρίσκω δικαιολογία — находить оправдание;

    βρίσκω υποστήριξη (παρηγοριά) σε κάτι — находить поддержку (утешение) в чём-л.;

    βρίσκω την ησυχία μου — обретать покой:

    δεν βρίσκω ησυχία — не находить себе места;

    βρίσκω τίς βολές μου — найти своё призвание, обрести себя;

    βρήκες την ώρα (или την περίσταση)! ирон. нашёл время!;

    βρίσκω πρόφαση — находить предлог;

    δον βρίσκω λόγους να... — не находить слов, чтобы...;

    βρίσκαφορμή να... — находить повод для...;

    2) случайно встречать, обнаруживать (тж. перен.); заставать;
    καλά πού σε βρήκα хорошо, что ты мне встретился; 3) попасть (в цель и т. п.); угодить (об ударе и т. п.);

    βρίσκω τό σημάδι — попасть в цель;

    τον βρήκε η σφαίρα στο μέτωπο пуля угодила ему в лоб;
    μας βρήκε μεγάλο κακό перен. нас постигло большое несчастье; 4) натыкаться; наталкиваться (тж. перен.);

    βρίσκ ρόζο — натыкаться на сук;

    κάπου βρίσκει το καρφί και δεν πάει μέσα — гвоздь наткнулся на что-то и не идёт дальше;

    τα βρίσκω σκούρα ( — или μπαστούνια) — столкнуться с трудностями; — попасть в затруднительное, скверное положение;

    βρίσκω τό μπελά μου ( — или τό διά(β)ολό μου) — иметь неприятности с кем-л.;

    έχω βρει το μπελά μου μαζύ του у меня с ним одни неприятности; мне с ним просто беда;
    5) находить, считать, полагать;

    πώς τον βρίσκεις αυτόν τον άνθρωπο; — что ты думаешь об этом человеке?;

    βρίσκω όμορφο κάποιον — находить красивым кого-л.;

    τον νόμιζα ειλικρινή και τον βρήκα ψεύτη я считал его искренним человеком, а он оказался лжецом;

    δεν το βρίσκω σωστό αυτό — я думаю, что это неправильно;

    6) угадывать, отгадывать, догадываться; понимать;

    βρίσκω τό αίνιγμα — отгадать загадку;

    δεν μπορώ να βρώ ποιός μού κλέβει τα βιβλία не могу помять, кто ворует у меня книги;
    7) получать в наследство, наследовать; 8) доставать, добывать; 9) находить, подыскивать, подбирать, покупать; του βρήκαν παλτό πού τού άρεσε ему подобрали пальто по его вкусу; § καλώς σας βρήκα рад вас видеть; очень приятно побывать у вас (ответное приветствие); βρήκε ο κόμπος το χτένι (или τό σουγιά με το λουρί) а) дело застопорилось; б) нашло коса на камень;

    τί βρίσκεις πού...; — зачем ты...?, какое удовольствие находишь ты в том, что...;

    απ' το θεό να το βρεις бог тебе воздаст за твой поступки;

    άλλοτε τα βρίσκο(υ)με — рассчитаемся в другой раз;

    βρίσκο(υ)μαι

    1) — оказаться, очутиться, попасть; — быть, находиться;

    βρίσκο(υ)μαι σε κακά χάλια — оказываться, быть в тяжёлом, скверном положении;

    βρίσκουμαι στην ανάγκη — быть в нужде, нуждаться;

    2) находиться, помещаться, быть расположенным (о здании и т, п);
    3) находиться, обнаруживаться; 4) помогать, приходить на помощь; του βρέθηκε σε κάθε ανάγκη του он всегда приходил ему на помощь;

    - ψαυτό δεν βρίσκεται — это очень редко встречается;

    это дефицитная вещь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βρίσκω

См. также в других словарях:

  • γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • μπόρα — η 1. αιφνιδιαστική και ραγδαία βροχή μικρής διάρκειας 2. (κατ επέκτ.) καταιγίδα, θύελλα 3. ψυχρός και πολύ σφοδρός άνεμος που ξεσπά απότομα στο Αδριατικό Πέλαγος 4. μτφ. μεγάλη, ξαφνική συμφορά, αιφνίδιο και μεγάλο κακό («μάς βρήκε μεγάλη μπόρα… …   Dictionary of Greek

  • οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… …   Dictionary of Greek

  • πωπώ — και ποπό! Ν επιφώνημα που δηλώνει: α) έκπληξη, θαυμασμό («πωπώ, τί μεγάλο ψάρι είναι αυτό!») β) δυσαρέσκεια, αηδία («πωπώ, τί άσχημο κτήριο!») γ) στενοχώρια («πωπώ, τί κακό που μάς βρήκε!»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάω! πάω! ως επιφών. πόνου ή, κατ άλλους… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»